Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

«Ένα κιτρινισμένο φύλλο»




Αγαπητό ημερολόγιο,
ήταν μια μέρα χαμογελαστή, γεμάτη jazz νότες και νοσταλγική διάθεση. Κάθισα στο πιο ψηλό ράφι της ντουλάπας, εκεί που βρίσκουν καταφύγιο οι πιο όμορφες αναμνήσεις μας, τα σκονισμένα όνειρα, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, τα πιο ενδόμυχα μυστικά μας.

Είχα βάλει το αγαπημένο μου βινύλιο και είχα φτιάξει ένα φλιτζάνι δυνατό καφέ. Έμεινα να κοιτάζω την ντουλάπα με δέος και ανυπομονησία. Ένιωθα σαν μικρό παιδί που ετοιμαζόταν να σκαρφαλώσει στο πάγκο της κουζίνας για να μπορέσει να φάει ένα μπισκότο παραπάνω, την ώρα που η μαμά έλειπε από το σπίτι. Κρατήθηκα από την εικόνα αυτή. Ξαφνικά οι γόβες μου ήταν πέντε νούμερα μεγαλύτερες και εγώ ένα πήχη πιο κοντή. Το βλέμμα μου μαλάκωσε. Το δωμάτιο πλημμύρισε γιασεμιά, τι γλυκιά ευωδιά ήταν αυτή.. Ήμουν πάλι μικρό κορίτσι φορούσα τις πέρλες και τα παπούτσια τις μαμάς και προσπαθούσα να βάλω και εγώ κοκκινάδι στα χείλη. Όλες μου οι προσπάθειες κατέληγαν σε μία αδέξια μουτζούρα. Απτόητη έπαιρνα το καλό της μικρό βραδινό τσαντάκι, το κρεμούσα στον δεξί ώμο και έβγαινα καμαρωτή στον κήπο και περπατούσα ανάμεσα στα γιασεμιά. Ήμουν σωστή κυρία. Σαν αυτές των περιοδικών.

Αφέθηκα λίγο ακόμα και μετά ανέβηκα ακόμα ένα σκαλί. Ένιωσα ένα βάρος στην πλάτη και έναν πόνο σαν αυτό που μου προκαλούσε η μαθητική μου τσάντα. Πόσο μισούσα το βιβλίο της φυσικής, τόσο βαρύ και άχαρο. Άκουσα μια τσιριχτή φωνούλα να με προστάζει να διαβάσω το παρακάτω κομμάτι, όμως εγώ ήμουν αφηρημένη. Σιώπησα. Η τσιριχτή φωνούλα συνέχισε με αμείωτη επιμονή. Αδιαφόρησα. Πόσο ανούσια παράγραφος ήταν αυτή. Έκλεισα τα μάτια. Ξαφνικά πνίγηκα. Μα τι χαζή ιδέα να δοκιμάσουμε τσιγάρο σε τέτοια ηλικία; Συνέχισα να βήχω δυνατά. 

Αποφάσισα να ανέβω ακόμα ένα σκαλί. Έβλεπα πλέον καθαρά τον προορισμό μου. Πόσοι θησαυροί ήταν κρυμμένοι εκεί πάνω. Κοντοστάθηκα. Το ξανασκέφτηκα.
«Ξεχασμένοι είναι όχι κρυμμένοι! Μα πως γίνεται να ξέχασα όλα αυτά τα όνειρα που έκανα κάποτε..» Μουρμούρισα.

Θύμωσα προς στιγμήν με τον εαυτό μου. Έσφιξα της γροθιές μου και κοιτάχτηκα σε έναν σκονισμένο καθρέφτη. («Πώς βρέθηκε αυτός εδώ;») Κοίταξα τον εαυτό μου κατάματα και μου έδωσα μία υπόσχεση. 

Δεν την ξέχασα ποτέ. Και έτσι μετακόμισα στο ψηλό εκείνο σκονισμένο ράφι και ξεκίνησα να γράφω στα κιτρινισμένα φύλλα σου ακούγοντας ξεχασμένες μουσικές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου