Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Παραμύθια

Κάθε χρόνο περίμενα καρτερικά να έρθει το καλοκαίρι να πάω στο σπίτι της γιαγιάς. Ήταν ένα μέρος μαγικό, τόσο διαφορετικό από όλα τα άλλα. Κάθε πρωί ντυνόμουν, έπαιρνα το μικρό πλεκτό καλαμωτό καλαθάκι μου και περπάταγα καμαρωτή για τον Κήπο. Άνοιγα την μεγάλη μεταλλική πόρτα και μετά μία μικρότερη, κάθε φορά ένιωθα σαν την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων, ζούσα το δικό μου παραμύθι. Ο κήπος στα μάτια μου φάνταζε μαγεμένος, ήμουν τόσο μικρή και όλα εκεί μέσα ήταν τόσο μεγάλα, που πίστευα πως κάπως έτσι πρέπει να είναι η ζούγκλα. Εκεί μέσα γινόμουν η ηρωίδα τόσο πολλών φανταστικών περιπετειών, ενώ κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο ήμουν απλά ο ακροατής των πιο όμορφων παραμυθιών, των παραμυθιών της γιαγιάς μου. 

Τα χρόνια όμως πέρασαν και σταμάτησα να πηγαίνω στον Κήπο. Τα παραμύθια μου δεν είναι ροζ πλέον, άλλαξαν μαζί με έμενα. Έχουν γεμίσει με αλλόκοτα συναισθήματα και ανθρώπους. Τα κλισέ έχουν εκτοπιστεί και η πριγκίπισσα δεν βρίσκει τον πρίγκιπα της και στους τίτλους του τέλους δεν υπάρχει το «ζήσαμε εμείς καλά & αυτοί καλύτερα».

Έχω γνωρίσει πολλές επίδοξες πριγκίπισσες που μανιωδώς φιλάνε κάθε αμφίβιο που βρίσκεται στον δρόμο τους, περιμένοντας πως θα μεταμορφωθεί στον πρίγκιπα των ονείρων τους. Όμως όσους βατράχους και αν φιλήσουν κανείς θα μεταμορφωθεί και το μόνο που μένει, είναι η γεύση της γλίτσας στα χείλη τους.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

«Πρέπει»


Μία λέξη τόσο μικρή όσο αυτή θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Όμως καθορίζει την ζωή όλων μας, άλλων περισσότερο, άλλων λιγότερο. Όλοι την χρησιμοποιούν, ακόμα και οι πιο «ανεξάρτητοι» & «απελευθερωμένοι». Άλλοι από δειλία, άλλοι από ανάγκη, κάποιοι ως κατευθυντήρια οδό και ορισμένοι ως παιχνίδι. Ανάλογα με την χρήση της μπορεί τόσο να χαρίσει όσο και να σβήσει ένα χαμόγελο.

Τα «πρέπει» της ζωής μας βρίσκονται παντού, σε μία οδηγία, στην τσιριχτή φωνή της δασκάλας μας, στον απόηχο μίας απόφασης, σε ένα όριο, σε μία «επιλογή» που μας επιβλήθηκε, σε  ένα όνειρο, σε μία υπεκφυγή, σε μία άρνηση, στο ερωτικό παιχνίδι. Είναι ένα μέρος να κρύψουμε τα πιο μικρά σκοτεινά μυστικά μας, τις λάθος επιλογές, την λαγνεία, τον φθόνο, τον πόθο για κάτι που δεν μπορούμε να έχουμε, την αδυναμία να τολμήσουμε.

Τα «πρέπει» είναι ένα φρούριο όπου στεγάζονται και συνυπάρχουν τόσο ταιριαστά η δειλία, οι φόβοι και οι αδυναμίες των ανθρώπων. Αποτελούν ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη και επιβίωση πολλών από εμάς. Η πολυπαιγμένη ατάκα «δεν πρέπει να το κάνω», σημαίνει δεν είμαι αρκετά δυνατός για να το κάνω.

Είναι τα «θέλω» μας που μεταμφιέζονται και στριμώχνονται πίσω από τα «πρέπει». Ποιος δεν έχει αρνηθεί κάτι με την πρόφαση «Δεν πρέπει»; Όταν ποθείς κάτι τόσο, που νομίζεις πως είναι λάθος, απλά σηκώνεις την κουρτίνα του καθωσπρεπισμού, σε μία προσπάθεια να κρυφτείς  καταλήγοντας να παίζεις κλέφτες και αστυνόμους  με τον ίδιο σου τον εαυτό.
Συνιστούν μία πρόφαση, μία δικαιολογία για να αποποιηθούμε τις ευθύνες μας. Είναι το φωτεινό σήμα πάνω από την έξοδο κινδύνου, την οποία τόσο απεγνωσμένα ψάχνουμε. Τα «πρέπει» υπάρχουν για όλους εκείνους που αγαπούν, υιοθετούν και ενστερνίζονται τις υπεκφυγές ως στάση ζωής..

Απελευθερώνοντας τα  όμως από τον ψευτοπουριτανικό χαρακτήρα που τους προσδίδουμε, παύουν να είναι μία ανούσια απαγόρευση ή μία συγκάλυψη αδυναμίας. Παύουν να είναι εκείνο το άχαρο κουτί στο οποίο προσπαθούμε βίαια  να χωρέσουμε  τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα θέλω μας. Μπορούν πλέον να ξεσηκώσουν, να πεισμώσουν, να δυναμώσουν, να ερεθίσουν, να ιντριγκάρουν. Στα χέρια όσων τολμούν να ζήσουν αποτελούν μέρος ενός ενδιαφέροντος παιχνιδιού με άγραφους κανόνες, που «πρέπει» να παραβείς.



Κυριακή 8 Μαΐου 2011


Χρόνια Πολλά Μανούλα!!!


«Εκείνη»



Μισοσκόταδο. Η φωνή της Nina Simone χαϊδεύει τις αισθήσεις της. Κάθεται στην πολυθρόνα, πλάι στο μεγάλο παράθυρο, με τα μάτια μισάνοιχτα και ένα ξεχασμένο ποτήρι κρασί στο δεξί της χέρι.. 

Το μυαλό της είναι κενό. Το σώμα της ταλαντεύεται ελαφρά, σχεδόν ανεπαίσθητα στους ήχους της μουσικής. Τα πλούσια σγουρά μαλλιά της φτάνουν ανάκατα στο στήθος της και χαϊδεύουν παιχνιδιάρικα τις ρόγες της. Σαν κόρη που ξυπνά από λήθαργο παραμυθιού παίρνει μία βαθιά ανάσα, ανασηκώνοντας ελαφρά την μέση της και ξεφυσά αργά.

Το σπίτι είναι άδειο ένα μπουκάλι είναι πεταμένο στο πάτωμα, τα παράθυρα είναι ανοιχτά  και μέσα στο δωμάτιο μπαίνει ένα ελαφρύ καλοκαιρινό αεράκι. Το νιώθει στο κορμί της και για μια στιγμή επανέρχεται στην πραγματικότητα. Ήταν μια μόνο στιγμή. Μετά χάνεται και πάλι στην μουσική και τις αισθήσεις της. Δεν σκέφτεται μόνο νιώθει. Το σώμα της χαλαρό, μπορεί να νιώσει τα πάντα ακόμα και την ιδέα από ένα χάδι. 

Τα καλοκαιρινά αρώματα που μπαίνουν από το ανοιχτό παράθυρο αναμιγνύονται με το κρασί της , δημιουργώντας της μία γλυκιά ζάλη. Παραδίδεται στο τώρα χωρίς δεύτερες σκέψεις. Αφήνει το ποτήρι από το χέρι της να πέσει στο πάτωμα. Ο υπόκωφος του ήχος δεν επηρεάζει το μικρό της ταξίδι. Αρχίζει να βλέπει θολές εικόνες.

Το χέρι τις γλιστράει πάνω στο στήθος της παραμερίζοντας τις μπούκλες της. Οι ρόγες της είναι σκληρές. Αρχίζει να  τις τρίβει. Παραδίδεται στην γλυκιά ηδονή της στιγμής. Το κορμί της τραντάζεται. Έχει σχεδόν ξεχάσει αυτή την αίσθηση.

Σηκώνεται και προχωράει προς τον καθρέφτη. Στέκεται, εκεί, γυμνή να κοιτάει το σώμα της. Παίρνει το δεξί της χέρι και το βάζει ανάμεσα στα πόδια της. Γέρνει το κεφάλι της ελαφρά πίσω, τα μάτια της μισόκλειστα. Οι σκέψεις θολώνουν ακόμα πιο πολύ. 

Θέλει να αναπνεύσει. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα και βγαίνει έξω. Στηρίζεται ελαφρά στα κάγκελα, παίρνει μια βαθιά ανάσα και απολαμβάνει την γύμνια της.

«Εκείνος»


Σηκώθηκε από την παλιά φθαρμένη πολυθρόνα του. Άφησε το ποτήρι στο χαμηλό σκαλιστό τραπεζάκι και πήρε μία βαθιά ανάσα. Προχώρησε προς το παράθυρο του δωματίου και τράβηξε την κουρτίνα. Κρυφοκοίταξε από την μικρή χαραμάδα σαν μικρό παιδί που παραμόνευε να δει πότε γυρνούν οι γονείς σπίτι για να συνεχίσει αμέριμνο τις σκανταλιές.
Όμως ήξερε πως δεν θα ερχόταν κανείς. Ήταν μόνος. Εκείνος , το τζάκι του, ένας δίσκος που έπαιζε βαριεστημένα , ένα ποτήρι γεμάτο πάγο και ποτό και η ανάμνηση της.

Έκλεισε την κουρτίνα και προχώρησε προς το τζάκι. Τα βήματα του ηχούσαν βαριά στο παρκέ. Στηρίχτηκε με τα δυο του χέρια πάνω του στρέφοντας το πρόσωπο του στην εστία. Τι γλυκιά ζέστη ήταν αυτή. Αφέθηκε στις σκέψεις του. Ξαφνικά ένιωσε εκείνη την γλυκιά έξαψη, σαν ήταν και αυτή εκεί, σαν να είχε έρθει από πίσω του και να του ψιθύριζε στο αφτί, λόγια έρωτα. Σχεδόν ένιωσε την καυτή της ανάσα.

Σηκώθηκε απότομα προσπαθώντας να σβήσει την εικόνα και προχώρησε προς το μπάνιο. Άφησε το καυτό  νερό να τρέχει έως ότου να γεμίσει η μπανιέρα. Έτσι της άρεσε σκέφτηκε. Γδύθηκε και έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό του στο καθρέφτη. Περίμενε λίγο ακόμα. Μετά πήρε την απόφαση και μπήκε μέσα μέχρι που βυθίστηκε ολόκληρος. Αφέθηκε και άρχισε να ακούει ήχους περίεργους  κάτω από το νερό. Πόσο της άρεσε να το κάνει αυτό. Πάντα βύθιζε το κεφάλι της και άκουγε το νερό που έτρεχε στους σωλήνες. Και στο πλάι της μπανιέρας είχε ένα ποτήρι λευκό κρασί. Κάθε φορά που έβγαινε να πάρει μία ανάσα την συμπλήρωνε με μία γουλιά κρασί. Τι περίεργο πλάσμα ήταν αυτή.. Αλλοπρόσαλλο.

Ήθελε να την έχει εκεί, να σφίξει το κορμί της πάνω του, να την νιώσει να τραντάζετε στα χέρια του. Την κράταγε πάλι στην αγκαλιά του, το δωμάτιο μύρισε γιασεμιά και λευκό κρασί. Ένα κεραυνός διέκοψε το νοερό ταξίδι του. Έξω έβρεχα δυνατά.

Και εκείνη έλειπε.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

«διάλογος με έναν καθρέφτη»

      -        Ήρθα!
      -          Γιατί;
      -          Σε έψαχνα..
      -          Εμένα ή εσένα;
      -          Εμάς!
      -          Μας βρήκες;
      -          Ναι!
      -          Χλωμή είσαι.
      -          Αϋπνίες.
      -          Τι σκεφτόσουν;
      -          Το αύριο.
      -          Τι περιμένεις;
      -          Το αύριο.
      -          Δεν θα έρθει μόνο του..
      -          Αλλά;
      -          Μίλα!
      -          Μιλάω...
       -          ...
       -          Λέω να φύγω .. άργησα
       -          Μπορείς να με αντέξεις;
       -          Βιάζομαι.
       -          Απάντα!
       -          Ναι!
       -          Να με σέβεσαι;
       -          Όταν θα με δεχθείς!
       -          Μας δέχομαι
       -          ...
       -          Πάντα εδώ είμαι!
       -          Βιάζομαι!
       -          Φύγε..

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

«Ένα κιτρινισμένο φύλλο»




Αγαπητό ημερολόγιο,
ήταν μια μέρα χαμογελαστή, γεμάτη jazz νότες και νοσταλγική διάθεση. Κάθισα στο πιο ψηλό ράφι της ντουλάπας, εκεί που βρίσκουν καταφύγιο οι πιο όμορφες αναμνήσεις μας, τα σκονισμένα όνειρα, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, τα πιο ενδόμυχα μυστικά μας.

Είχα βάλει το αγαπημένο μου βινύλιο και είχα φτιάξει ένα φλιτζάνι δυνατό καφέ. Έμεινα να κοιτάζω την ντουλάπα με δέος και ανυπομονησία. Ένιωθα σαν μικρό παιδί που ετοιμαζόταν να σκαρφαλώσει στο πάγκο της κουζίνας για να μπορέσει να φάει ένα μπισκότο παραπάνω, την ώρα που η μαμά έλειπε από το σπίτι. Κρατήθηκα από την εικόνα αυτή. Ξαφνικά οι γόβες μου ήταν πέντε νούμερα μεγαλύτερες και εγώ ένα πήχη πιο κοντή. Το βλέμμα μου μαλάκωσε. Το δωμάτιο πλημμύρισε γιασεμιά, τι γλυκιά ευωδιά ήταν αυτή.. Ήμουν πάλι μικρό κορίτσι φορούσα τις πέρλες και τα παπούτσια τις μαμάς και προσπαθούσα να βάλω και εγώ κοκκινάδι στα χείλη. Όλες μου οι προσπάθειες κατέληγαν σε μία αδέξια μουτζούρα. Απτόητη έπαιρνα το καλό της μικρό βραδινό τσαντάκι, το κρεμούσα στον δεξί ώμο και έβγαινα καμαρωτή στον κήπο και περπατούσα ανάμεσα στα γιασεμιά. Ήμουν σωστή κυρία. Σαν αυτές των περιοδικών.

Αφέθηκα λίγο ακόμα και μετά ανέβηκα ακόμα ένα σκαλί. Ένιωσα ένα βάρος στην πλάτη και έναν πόνο σαν αυτό που μου προκαλούσε η μαθητική μου τσάντα. Πόσο μισούσα το βιβλίο της φυσικής, τόσο βαρύ και άχαρο. Άκουσα μια τσιριχτή φωνούλα να με προστάζει να διαβάσω το παρακάτω κομμάτι, όμως εγώ ήμουν αφηρημένη. Σιώπησα. Η τσιριχτή φωνούλα συνέχισε με αμείωτη επιμονή. Αδιαφόρησα. Πόσο ανούσια παράγραφος ήταν αυτή. Έκλεισα τα μάτια. Ξαφνικά πνίγηκα. Μα τι χαζή ιδέα να δοκιμάσουμε τσιγάρο σε τέτοια ηλικία; Συνέχισα να βήχω δυνατά. 

Αποφάσισα να ανέβω ακόμα ένα σκαλί. Έβλεπα πλέον καθαρά τον προορισμό μου. Πόσοι θησαυροί ήταν κρυμμένοι εκεί πάνω. Κοντοστάθηκα. Το ξανασκέφτηκα.
«Ξεχασμένοι είναι όχι κρυμμένοι! Μα πως γίνεται να ξέχασα όλα αυτά τα όνειρα που έκανα κάποτε..» Μουρμούρισα.

Θύμωσα προς στιγμήν με τον εαυτό μου. Έσφιξα της γροθιές μου και κοιτάχτηκα σε έναν σκονισμένο καθρέφτη. («Πώς βρέθηκε αυτός εδώ;») Κοίταξα τον εαυτό μου κατάματα και μου έδωσα μία υπόσχεση. 

Δεν την ξέχασα ποτέ. Και έτσι μετακόμισα στο ψηλό εκείνο σκονισμένο ράφι και ξεκίνησα να γράφω στα κιτρινισμένα φύλλα σου ακούγοντας ξεχασμένες μουσικές.