Κυριακή 8 Μαΐου 2011

«Εκείνος»


Σηκώθηκε από την παλιά φθαρμένη πολυθρόνα του. Άφησε το ποτήρι στο χαμηλό σκαλιστό τραπεζάκι και πήρε μία βαθιά ανάσα. Προχώρησε προς το παράθυρο του δωματίου και τράβηξε την κουρτίνα. Κρυφοκοίταξε από την μικρή χαραμάδα σαν μικρό παιδί που παραμόνευε να δει πότε γυρνούν οι γονείς σπίτι για να συνεχίσει αμέριμνο τις σκανταλιές.
Όμως ήξερε πως δεν θα ερχόταν κανείς. Ήταν μόνος. Εκείνος , το τζάκι του, ένας δίσκος που έπαιζε βαριεστημένα , ένα ποτήρι γεμάτο πάγο και ποτό και η ανάμνηση της.

Έκλεισε την κουρτίνα και προχώρησε προς το τζάκι. Τα βήματα του ηχούσαν βαριά στο παρκέ. Στηρίχτηκε με τα δυο του χέρια πάνω του στρέφοντας το πρόσωπο του στην εστία. Τι γλυκιά ζέστη ήταν αυτή. Αφέθηκε στις σκέψεις του. Ξαφνικά ένιωσε εκείνη την γλυκιά έξαψη, σαν ήταν και αυτή εκεί, σαν να είχε έρθει από πίσω του και να του ψιθύριζε στο αφτί, λόγια έρωτα. Σχεδόν ένιωσε την καυτή της ανάσα.

Σηκώθηκε απότομα προσπαθώντας να σβήσει την εικόνα και προχώρησε προς το μπάνιο. Άφησε το καυτό  νερό να τρέχει έως ότου να γεμίσει η μπανιέρα. Έτσι της άρεσε σκέφτηκε. Γδύθηκε και έμεινε να κοιτάζει τον εαυτό του στο καθρέφτη. Περίμενε λίγο ακόμα. Μετά πήρε την απόφαση και μπήκε μέσα μέχρι που βυθίστηκε ολόκληρος. Αφέθηκε και άρχισε να ακούει ήχους περίεργους  κάτω από το νερό. Πόσο της άρεσε να το κάνει αυτό. Πάντα βύθιζε το κεφάλι της και άκουγε το νερό που έτρεχε στους σωλήνες. Και στο πλάι της μπανιέρας είχε ένα ποτήρι λευκό κρασί. Κάθε φορά που έβγαινε να πάρει μία ανάσα την συμπλήρωνε με μία γουλιά κρασί. Τι περίεργο πλάσμα ήταν αυτή.. Αλλοπρόσαλλο.

Ήθελε να την έχει εκεί, να σφίξει το κορμί της πάνω του, να την νιώσει να τραντάζετε στα χέρια του. Την κράταγε πάλι στην αγκαλιά του, το δωμάτιο μύρισε γιασεμιά και λευκό κρασί. Ένα κεραυνός διέκοψε το νοερό ταξίδι του. Έξω έβρεχα δυνατά.

Και εκείνη έλειπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου